Ετυμολογία

επεξεργασία
present continuous → δείτε τις λέξεις present και continuous

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

present continuous (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο ενεστώτας διαρκείας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον. Αντίστοιχο με τον ελληνικό ενεστώτα.
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + ενεργητική μετοχή του ρήματος.
      ⮡  I am leaving now.
      Φεύγω τώρα.
      ⮡  They are swimming in the sea.
      Κολυμπούν στη θάλασσα.
      ⮡  The airplane is leaving at four.
      Το αεροπλάνο φεύγει στις τέσσερις.
    • Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + being + παθητική μετοχή του ρήματος.
      ⮡  The house is being cleaned.
      Το σπίτι καθαρίζεται.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία