simple present
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsimple present (en)
- (γραμματική) ο απλός ενεστώτας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει την επανάληψη μιας πράξης που συνηθίζεται, μόνιμα γεγονότα, και γενικές αλήθειες. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον. Αντίστοιχο με τον ελληνικό ενεστώτα.
- Στην ενεργητική φωνή:
- ⮡ I walk to school.
- Περπατάω στο σχολείο.
- ⮡ She always wakes up at nine.
- Πάντα ξυπνάει στις εννιά.
- ⮡ The airplane leaves at four.
- Το αεροπλάνο φεύγει στις τέσσερις.
- ⮡ I walk to school.
- Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + παθητική μετοχή του ρήματος.
- ⮡ His car is washed daily.
- Το αυτοκίνητό του πλένεται καθημερινά.
- ⮡ His car is washed daily.
- Στην ενεργητική φωνή:
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- simple present στην αγγλική Βικιπαίδεια