παρουσιαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρουσιαστής < παρουσιάζω + -τής, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική présentateur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρουσιαστής αρσενικό (θηλυκό: παρουσιάστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που παρουσιάζει κάτι (π.χ. μια εκπομπή στην τηλεόραση)