Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας prove
γ΄ ενικό ενεστώτα proves
αόριστος proved
παθητική μετοχή proved, proven
ενεργητική μετοχή proving

  Ρήμα επεξεργασία

prove (en)

  1. αποδεικνύω
  2. αποδεικνύομαι
    Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
    Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.

Αντώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία