ενεστώτας prove
γ΄ ενικό ενεστώτα proves
αόριστος proved
παθητική μετοχή proved, proven
ενεργητική μετοχή proving

prove (en)

  1. (μεταβατικό) αποδεικνύω, αποδείχνω, χρησιμοποιώ γεγονότα, στοιχεία κτλ. για να δείξω ότι κάτι είναι αλήθεια
    ⮡  This letter proves that he is guilty.
    Αυτό το γράμμα αποδεικνύει ότι είναι ένοχος.
    ⮡  The subsequent events proved that I was right.
    Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν όταν είχα δίκιο.
  2. (και prove to be) αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι
    ⮡  Upon inspection, the bills proved (to be) counterfeit.
    Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.
    ⮡  His accusations are proving to be untrue.
    Οι καταγγελίες του αποδεικνύονται αναληθείς.
    ⮡  The rumor proved true.
    Η φήμη αποδείχτηκε αληθινή.
    ⮡  In the end, this man proved to be very useful for us.
    Τελικά ο άνθρωπος αυτός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος για μας.
     συνώνυμα: turn out
  3. (μεταβατικό) αποδεικνύω, αποδείχνω την αξία μου, δείχνω στους άλλους πόσο καλός είμαι στο να κάνω κάτι ή ότι είμαι ικανός να κάνω κάτι
    ⮡  I proved myself.
    Απέδειξε την αξία μου.
    ⮡  He proved himself.
    Αποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος.
  4. (μεταβατικό) αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι, δείχνω σε άλλους ανθρώπους ότι είμαι συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου ή ότι έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα
    ⮡  He proved himself (to be) a very capable person.
    Αποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος.
    ⮡  In hindsight, he proved himself (to be) a fraud.
    Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.

Αντώνυμα

επεξεργασία