prove
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | prove |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proves |
αόριστος | proved |
παθητική μετοχή | proved, proven |
ενεργητική μετοχή | proving |
Ρήμα
επεξεργασίαprove (en)
- (μεταβατικό) αποδεικνύω, αποδείχνω, χρησιμοποιώ γεγονότα, στοιχεία κτλ. για να δείξω ότι κάτι είναι αλήθεια
- ⮡ This letter proves that he is guilty.
- Αυτό το γράμμα αποδεικνύει ότι είναι ένοχος.
- ⮡ The subsequent events proved that I was right.
- Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν όταν είχα δίκιο.
- ⮡ This letter proves that he is guilty.
- (και prove to be) αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι
- ⮡ Upon inspection, the bills proved (to be) counterfeit.
- Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.
- ⮡ His accusations are proving to be untrue.
- Οι καταγγελίες του αποδεικνύονται αναληθείς.
- ⮡ The rumor proved true.
- Η φήμη αποδείχτηκε αληθινή.
- ⮡ In the end, this man proved to be very useful for us.
- Τελικά ο άνθρωπος αυτός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος για μας.
- ≈ συνώνυμα: turn out
- ⮡ Upon inspection, the bills proved (to be) counterfeit.
- (μεταβατικό) αποδεικνύω, αποδείχνω την αξία μου, δείχνω στους άλλους πόσο καλός είμαι στο να κάνω κάτι ή ότι είμαι ικανός να κάνω κάτι
- ⮡ I proved myself.
- Απέδειξε την αξία μου.
- ⮡ He proved himself.
- Αποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος.
- ⮡ I proved myself.
- (μεταβατικό) αποδεικνύομαι, αποδείχνομαι, δείχνω σε άλλους ανθρώπους ότι είμαι συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου ή ότι έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα
- ⮡ He proved himself (to be) a very capable person.
- Αποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος.
- ⮡ In hindsight, he proved himself (to be) a fraud.
- Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.
- ⮡ He proved himself (to be) a very capable person.