disprove
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | disprove |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disproves |
αόριστος | disproved |
παθητική μετοχή | disproved, disproven |
ενεργητική μετοχή | disproving |
Ρήμα
επεξεργασίαdisprove (en)
- αποδεικνύω το αντίθετο, αποδεικνύω ότι κάτι δεν είναι σωστό, ανασκευάζω
- ⮡ He is trying to disprove the lawyer’s statement.
- (Αυτός) προσπαθεί να ανασκευάσει την δήλωση του δικηγόρου.
- ⮡ He is trying to disprove the lawyer’s statement.