Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈði.xno.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δεί‐χνο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποδείχνομαι