• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αυτοπροβολή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπροβολή οι αυτοπροβολές
      γενική της αυτοπροβολής των αυτοπροβολών
    αιτιατική την αυτοπροβολή τις αυτοπροβολές
     κλητική αυτοπροβολή αυτοπροβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αυτοπροβολή < αυτοπροβάλλομαι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αυτοπροβολή θηλυκό

  • η ενέργεια του αυτάρεσκου, που προβάλλει τον εαυτό του, κάνει φιγούρα, επιδεικνύει υπερβολικά τα ταλέντα του ή τα επιτεύγματά του

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αυτοπροβολή
  • αγγλικά : self-aggrandizing (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αυτοπροβολή&oldid=5555344"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Απριλίου 2022, στις 08:08
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Απριλίου 2022, στις 08:08.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie