αυτοπροβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτοπροβολή < αυτοπροβάλλομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοπροβολή θηλυκό
- η ενέργεια του αυτάρεσκου, που προβάλλει τον εαυτό του, κάνει φιγούρα, επιδεικνύει υπερβολικά τα ταλέντα του ή τα επιτεύγματά του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοπροβολή