υπερπροβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερπροβολή | οι | υπερπροβολές |
γενική | της | υπερπροβολής | των | υπερπροβολών |
αιτιατική | την | υπερπροβολή | τις | υπερπροβολές |
κλητική | υπερπροβολή | υπερπροβολές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερπροβολή < υπερ- + προβολή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερπροβολή θηλυκό
- η υπερδιαφήμιση, η υπερβολική έκθεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερπροβολή
|