ενεστώτας publicise
γ΄ ενικό ενεστώτα publicises
αόριστος publicised
παθητική μετοχή publicised
ενεργητική μετοχή publicising

publicise (en)

  • (βρετανική γραφή) προβάλλω
    ⮡  The workers are trying to assert their demands and publicise their struggle on TV.
    Οι εργαζόμενοι προσπαθούν να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους και να προβάλλουν τον αγώνα τους στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: promote

Άλλες γραφές

επεξεργασία