promote
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | promote |
γ΄ ενικό ενεστώτα | promotes |
αόριστος | promoted |
παθητική μετοχή | promoted |
ενεργητική μετοχή | promoting |
Ρήμα
επεξεργασίαpromote (en)
- προωθώ, διαφημίζω, βοηθώ να πουλήσω ένα προϊόν, μια υπηρεσία κτλ. ή να το κάνω πιο δημοφιλές με τη διαφήμιση ή την προσφορά του σε ειδική τιμή
- ↪ With the right organization they managed to promote their merchandise in the market.
- Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
- ↪ On TV they are promoting a new detergent.
- Στην τηλεόραση διαφημίζουν ένα καινούριο απορρυπαντικό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advertise
- ↪ With the right organization they managed to promote their merchandise in the market.
- προβιβάζω
- προάγω