ενεστώτας promote
γ΄ ενικό ενεστώτα promotes
αόριστος promoted
παθητική μετοχή promoted
ενεργητική μετοχή promoting

promote (en)

  1. προωθώ, διαφημίζω, βοηθώ να πουλήσω ένα προϊόν, μια υπηρεσία κτλ. ή να το κάνω πιο δημοφιλές με τη διαφήμιση ή την προσφορά του σε ειδική τιμή
    With the right organization they managed to promote their merchandise in the market.
    Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
    On TV they are promoting a new detergent.
    Στην τηλεόραση διαφημίζουν ένα καινούριο απορρυπαντικό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advertise
  2. προβιβάζω
  3. προάγω

Συγγενικά

επεξεργασία