publicize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | publicize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | publicizes |
αόριστος | publicized |
παθητική μετοχή | publicized |
ενεργητική μετοχή | publicizing |
Ρήμα
επεξεργασίαpublicize (en)
ενεστώτας | publicize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | publicizes |
αόριστος | publicized |
παθητική μετοχή | publicized |
ενεργητική μετοχή | publicizing |
publicize (en)