λαοπρόβλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λαοπρόβλητος, -η, -ο
- που έχει αναδειχθεί σε ηγετική προσωπικότητα έχοντας κερδίσει την εκτίμηση του λαού
- ο λαοπρόβλητος ηγέτης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαοπρόβλητος
|