εθνοπρόβλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εθνοπρόβλητος
- που προβάλλεται από το έθνος (ή / και καταλαμβάνει σημαντικό αξίωμα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθνοπρόβλητος
|
εθνοπρόβλητος
|