stick out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stick out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sticks out |
αόριστος | stuck out |
παθητική μετοχή | stuck out |
ενεργητική μετοχή | sticking out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstick out (en)
- προβάλλω, βγάζω (έξω), προεξέχω
- ⮡ Stick out your tongue!
- Βγάλε τη γλώσσα σου!
- ⮡ The child stuck his tongue out at me mockingly.
- Το παιδί μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά.
- ⮡ Don’t stick your head out!
- Μη βγάζεις έξω το κεφάλι σου!
- ⮡ Nothing should stick out of a car.
- Τίποτα δεν πρέπει να προεξέχει από ένα αυτοκίνητο.
- ⮡ Stick out your tongue!
Πηγές
επεξεργασία- stick out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 737. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, προεξέχω