ενεστώτας stick out
γ΄ ενικό ενεστώτα sticks out
αόριστος stuck out
παθητική μετοχή stuck out
ενεργητική μετοχή sticking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stick out → δείτε τις λέξεις stick και out

stick out (en)

  • προβάλλω, βγάζω (έξω), προεξέχω
    ⮡  Stick out your tongue!
    Βγάλε τη γλώσσα σου!
    ⮡  The child stuck his tongue out at me mockingly.
    Το παιδί μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά.
    ⮡  Don’t stick your head out!
    Μη βγάζεις έξω το κεφάλι σου!
    ⮡  Nothing should stick out of a car.
    Τίποτα δεν πρέπει να προεξέχει από ένα αυτοκίνητο.