Δείτε επίσης: évidence

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

evidence (en) (μη μετρήσιμο)

  • η απόδειξη, τα αποδεικτικά στοιχεία που με κάνουν να πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
    ⮡  I have evidence he’s cheating on me.
    Έχω αποδείξεις πως με απατά.
    ⮡  He has given me much evidence of his love.
    Μου έχει δώσει πολλές αποδείξεις για την αγάπη του.
    ⮡  They overtly or covertly use the fiction they create and pass it off as historical evidence.
    Χρησιμοποιούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη.
    ⮡  Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
    Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία είναι άμεσες αποδείξεις, συχνά θεωρούνται ως έμμεσες αποδείξεις.