Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέτω επί (του) τάπητος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα θέτω ἐπὶ (τοῦ) τάπητος → δείτε τις λέξεις επί, ἐπί και τάπητας/τάπης (χαλί)

  Έκφραση επεξεργασία

θέτω επί (του) τάπητος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία