Ετυμολογία

επεξεργασία
εν προκειμένω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν προκειμένῳ → δείτε τις λέξεις ἐν και προκειμένῳ (δοτική) ενικού ουδετέρου του προκείμενος

  Έκφραση

επεξεργασία

εν προκειμένω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προκείμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)