προκείμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προκείμενος | η | προκείμενη | το | προκείμενο |
γενική | του | προκείμενου | της | προκείμενης | του | προκείμενου |
αιτιατική | τον | προκείμενο | την | προκείμενη | το | προκείμενο |
κλητική | προκείμενε | προκείμενη | προκείμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προκείμενοι | οι | προκείμενες | τα | προκείμενα |
γενική | των | προκείμενων | των | προκείμενων | των | προκείμενων |
αιτιατική | τους | προκείμενους | τις | προκείμενες | τα | προκείμενα |
κλητική | προκείμενοι | προκείμενες | προκείμενα | |||
* Το θηλυκό στον ενικό & προκειμένη, προκειμένης | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκείμενος < αρχαία ελληνική προκείμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος πρόκειμαι < πρό + κεῖμαι
Μετοχή
επεξεργασίαπροκείμενος - προκείμενη & προκειμένη - προκείμενο
- που απλώνεται, βρίσκεται μπροστά μας, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, το θέμα που πρέπει να συζητήσουμε
- θέλω να συζητήσουμε το προκείμενο ζήτημα
- θέλω να εστιαστούμε στο προκείμενο ή επί του προκειμένου
- εν προκειμένω: στην προκειμένη περίπτωση
- μα εν προκειμένω φταίει η εταιρία και όχι ο καταναλωτής
- προκειμένου να: για να συμβεί κάτι το επιθυμητό ή να μη συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο
- Προκειμένου να μαλώσουμε, καλύτερα να υποχωρήσω εγώ. (=από το να μαλώσουμε, καλύτερα ...)
- Θα κάνω τα πάντα προκειμένου να πετύχω. (=για να πετύχω)
- προκειμένου για: όταν/εφόσον πρόκειται για ..., στην περίπτωση του ...
- Το τεκμήριο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης δεν εφαρμόζεται: [...] Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας. (νόμος 2238, άρθρο 18)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εν προκειμένω