πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκείμενος η προκείμενη το προκείμενο
      γενική του προκείμενου της προκείμενης του προκείμενου
    αιτιατική τον προκείμενο την προκείμενη το προκείμενο
     κλητική προκείμενε προκείμενη προκείμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκείμενοι οι προκείμενες τα προκείμενα
      γενική των προκείμενων των προκείμενων των προκείμενων
    αιτιατική τους προκείμενους τις προκείμενες τα προκείμενα
     κλητική προκείμενοι προκείμενες προκείμενα
* Το θηλυκό στον ενικό & προκειμένη, προκειμένης
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

προκείμενος - προκείμενη & προκειμένη - προκείμενο

  1. που απλώνεται, βρίσκεται μπροστά μας, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, το θέμα που πρέπει να συζητήσουμε
    θέλω να συζητήσουμε το προκείμενο ζήτημα
    θέλω να εστιαστούμε στο προκείμενο ή επί του προκειμένου
    • εν προκειμένω: στην προκειμένη περίπτωση
      μα εν προκειμένω φταίει η εταιρία και όχι ο καταναλωτής
  2. προκειμένου να: για να συμβεί κάτι το επιθυμητό ή να μη συμβεί κάτι το ανεπιθύμητο
    • Προκειμένου να μαλώσουμε, καλύτερα να υποχωρήσω εγώ. (=από το να μαλώσουμε, καλύτερα ...)
    • Θα κάνω τα πάντα προκειμένου να πετύχω. (=για να πετύχω)
  3. προκειμένου για: όταν/εφόσον πρόκειται για ..., στην περίπτωση του ...
    • Το τεκμήριο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης δεν εφαρμόζεται: [...] Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας. (νόμος 2238, άρθρο 18)

Μεταφράσεις

επεξεργασία