Δείτε επίσης: ἐντίθημι

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκτίθημι < ἐκ + τίθημι

  Ρήμα επεξεργασία

ἐκτίθημι

  1. εκθέτω, τοποθετώ έξω, εκθέτω σε κοινή θέα δημοσίως, συνήθως προς πώληση
  2. αποβιβάζω
  3. αποσαφηνίζω, εξηγώ κάτι
  4. Στη μέση φωνή, ἐκτίθεμαι: μετακομίζω, εξηγώ τι εννοώ, μετακινούμαι


Συγγενικά επεξεργασία