Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαριθμητός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαριθμητ
ός
η
απαριθμητ
ή
το
απαριθμητ
ό
γενική
του
απαριθμητ
ού
της
απαριθμητ
ής
του
απαριθμητ
ού
αιτιατική
τον
απαριθμητ
ό
την
απαριθμητ
ή
το
απαριθμητ
ό
κλητική
απαριθμητ
έ
απαριθμητ
ή
απαριθμητ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαριθμητ
οί
οι
απαριθμητ
ές
τα
απαριθμητ
ά
γενική
των
απαριθμητ
ών
των
απαριθμητ
ών
των
απαριθμητ
ών
αιτιατική
τους
απαριθμητ
ούς
τις
απαριθμητ
ές
τα
απαριθμητ
ά
κλητική
απαριθμητ
οί
απαριθμητ
ές
απαριθμητ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαριθμητός
<
απαριθμώ
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
απαριθμητός, -η, -ο
που μπορεί να
απαριθμηθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
απαριθμήσιμος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απαριθμώ
και
αριθμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαριθμητός
→
δείτε
τη λέξη
απαριθμήσιμος