Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαριθμητός η απαριθμητή το απαριθμητό
      γενική του απαριθμητού της απαριθμητής του απαριθμητού
    αιτιατική τον απαριθμητό την απαριθμητή το απαριθμητό
     κλητική απαριθμητέ απαριθμητή απαριθμητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαριθμητοί οι απαριθμητές τα απαριθμητά
      γενική των απαριθμητών των απαριθμητών των απαριθμητών
    αιτιατική τους απαριθμητούς τις απαριθμητές τα απαριθμητά
     κλητική απαριθμητοί απαριθμητές απαριθμητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαριθμητός < απαριθμώ + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

απαριθμητός, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία