ελέγχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαελέγχομαι< παθητική φωνή του ρήματος ελέγχω
Ρήμα
επεξεργασίαελέγχομαι
- με ελέγχουν.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελέγχομαι | ελεγχόμουν(α) | θα ελέγχομαι | να ελέγχομαι | ||
β' ενικ. | ελέγχεσαι | ελεγχόσουν(α) | θα ελέγχεσαι | να ελέγχεσαι | ελέγχου | |
γ' ενικ. | ελέγχεται | ελεγχόταν(ε) | θα ελέγχεται | να ελέγχεται | ||
α' πληθ. | ελεγχόμαστε | ελεγχόμαστε ελεγχόμασταν |
θα ελεγχόμαστε | να ελεγχόμαστε | ||
β' πληθ. | ελέγχεστε | ελεγχόσαστε ελεγχόσασταν |
θα ελέγχεστε | να ελέγχεστε | ελέγχεστε | |
γ' πληθ. | ελέγχονται | ελέγχονταν ελεγχόντουσαν |
θα ελέγχονται | να ελέγχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελέγχθηκα | θα ελεγχθώ | να ελεγχθώ | ελεγχθεί | ||
β' ενικ. | ελέγχθηκες | θα ελεγχθείς | να ελεγχθείς | ελέγξου | ||
γ' ενικ. | ελέγχθηκε | θα ελεγχθεί | να ελεγχθεί | |||
α' πληθ. | ελεγχθήκαμε | θα ελεγχθούμε | να ελεγχθούμε | |||
β' πληθ. | ελεγχθήκατε | θα ελεγχθείτε | να ελεγχθείτε | ελεγχθείτε | ||
γ' πληθ. | ελέγχθηκαν ελεγχθήκαν(ε) |
θα ελεγχθούν(ε) | να ελεγχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ελεγχθεί | είχα ελεγχθεί | θα έχω ελεγχθεί | να έχω ελεγχθεί | ελεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ελεγχθεί | είχες ελεγχθεί | θα έχεις ελεγχθεί | να έχεις ελεγχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ελεγχθεί | είχε ελεγχθεί | θα έχει ελεγχθεί | να έχει ελεγχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ελεγχθεί | είχαμε ελεγχθεί | θα έχουμε ελεγχθεί | να έχουμε ελεγχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ελεγχθεί | είχατε ελεγχθεί | θα έχετε ελεγχθεί | να έχετε ελεγχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ελεγχθεί | είχαν ελεγχθεί | θα έχουν ελεγχθεί | να έχουν ελεγχθεί |