contrôlé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrôlé | contrôlés |
θηλυκό | contrôlée | contrôlées |
Επίθετο επεξεργασία
contrôlé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contrôlé | contrôlés |
θηλυκό | contrôlée | contrôlées |
contrôlé (fr)