ελεγχόμενος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ελεγχόμενος< μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ελέγχω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ε.lεŋˈxɔ.mε.nɔs/
ΜετοχήΕπεξεργασία
ελεγχόμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που ελέγχεται
- η φωτιά αυτή είναι ελεγχόμενη
- ≈ συνώνυμα: είμαι υπό έλεγχο
- η φωτιά αυτή είναι ελεγχόμενη
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ελεγχόμενος