ελεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελέγχω
Μετοχή
επεξεργασίαελεγμένος, -η, -ο
- που έχει ελεγχθεί
- Αυτά τα έγγραφα δεν είναι ελεγμένα
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ελέγχω