miss out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | miss out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | misses out |
αόριστος | missed out |
παθητική μετοχή | missed out |
ενεργητική μετοχή | missing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmiss out (en)
- χάνω, αποτυγχάνω να επωφεληθώ από κάτι με το να μην συμμετέχω σε αυτό
- ⮡ I left early and missed out on the ice cream.
- Έφυγα νωρίς κι έχασα το παγωτό.
- ⮡ You won’t miss out on anything by not coming.
- Δε θα χάσεις τίποτα κι αν δεν έρθεις.
- ⮡ I left early and missed out on the ice cream.
Πηγές
επεξεργασία- miss out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 962. ISBN 9780194325684., λήμμα: χάνω