ενεστώτας miss out
γ΄ ενικό ενεστώτα misses out
αόριστος missed out
παθητική μετοχή missed out
ενεργητική μετοχή missing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
miss out < → δείτε τις λέξεις miss και out

miss out (en)

  • χάνω, αποτυγχάνω να επωφεληθώ από κάτι με το να μην συμμετέχω σε αυτό
    ⮡  I left early and missed out on the ice cream.
    Έφυγα νωρίς κι έχασα το παγωτό.
    ⮡  You won’t miss out on anything by not coming.
    Δε θα χάσεις τίποτα κι αν δεν έρθεις.