Δείτε επίσης: μ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μ- < (άμεσο δάνειο) τουρκική m- (σημασία: «και τα παρόμοια»), μόριο αναδιπλασιασμού πριν από φωνήεν που αντικαθιστά το αρχικό σύμφωνο [1]

  Πρόθημα

επεξεργασία

μ-

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία