Δείτε επίσης: μ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μ- < (άμεσο δάνειο) τουρκική m- (σημασία: «και τα παρόμοια»), μόριο αναδιπλασιασμού πριν από φωνήεν που αντικαθιστά το αρχικό σύμφωνο [1]

  Πρόθημα επεξεργασία

μ-

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία