μ-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μ- < (άμεσο δάνειο) τουρκική m- (σημασία: «και τα παρόμοια»), μόριο αναδιπλασιασμού πριν από φωνήεν που αντικαθιστά το αρχικό σύμφωνο [1]
Πρόθημα επεξεργασία
μ-
- (προφορικό) σε περιστασιακές συνθέσεις αντικαθιστά το αρχικό σύμφωνο για τη δημιουργία πλαστών λέξεων: δηλώνει άρνηση, διαφωνία, αποδοκιμασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μ-
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μ- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας