Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανά μανά < ξανά & επανάληψη με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου με μ- (μανά)

  Έκφραση

επεξεργασία

ξανά μανά

  • για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό
    αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ και θα φύγω

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • ξανά-μανά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία