ξανά μανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαξανά μανά
- για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό
- αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ και θα φύγω
Άλλες γραφές
επεξεργασία- ξανά-μανά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξανά μανά
|