Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέμπαρκος η ξέμπαρκη το ξέμπαρκο
      γενική του ξέμπαρκου της ξέμπαρκης του ξέμπαρκου
    αιτιατική τον ξέμπαρκο την ξέμπαρκη το ξέμπαρκο
     κλητική ξέμπαρκε ξέμπαρκη ξέμπαρκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέμπαρκοι οι ξέμπαρκες τα ξέμπαρκα
      γενική των ξέμπαρκων των ξέμπαρκων των ξέμπαρκων
    αιτιατική τους ξέμπαρκους τις ξέμπαρκες τα ξέμπαρκα
     κλητική ξέμπαρκοι ξέμπαρκες ξέμπαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέμπαρκος < ξε και μπάρκο

  Επίθετο επεξεργασία

ξέμπαρκος, -η, -ο

  1. ο άνεργος ναυτικός ή εκείνος που θέλει για λίγο να ξεκουραστεί στην ξηρά
  2. (μεταφορικά), (λαϊκότροπο) ο μοναχικός, που δεν έχει παρέα, αλλά συνήθως νοείται εκείνος-η που στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν έχει ερωτικό σύντροφο και όχι αόριστα φίλους ή φίλες
  3. (μεταφορικά), (λαϊκότροπο) παράταιρος, ασυσχέτιστος, αταίριαστος, μοναχικός, που δεν υπάγεται σε σύνολο, ξεκάρφωτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία