ξέμπαρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξέμπαρκος, -η, -ο
- ο άνεργος ναυτικός ή εκείνος που θέλει για λίγο να ξεκουραστεί στην ξηρά
- (μεταφορικά), (λαϊκότροπο) ο μοναχικός, που δεν έχει παρέα, αλλά συνήθως νοείται εκείνος-η που στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν έχει ερωτικό σύντροφο και όχι αόριστα φίλους ή φίλες
- (μεταφορικά), (λαϊκότροπο) παράταιρος, ασυσχέτιστος, αταίριαστος, μοναχικός, που δεν υπάγεται σε σύνολο, ξεκάρφωτος