Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάρκο τα μπάρκα
      γενική του μπάρκου των μπάρκων
    αιτιατική το μπάρκο τα μπάρκα
     κλητική μπάρκο μπάρκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική barco < barca < υστερολατινική barca. → δείτε τη λέξη βάρκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάρκο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) τύπος παλαιού εμπορικού τρικάταρτου ιστιοφόρου που έφερε σταυρωτά ιστία, τύπου μυοδρόμωνα, δες και μπάρκα
  2. η ναυτολόγηση, το μπαρκάρισμα
    έκανα δύο μπάρκα με την εταιρεία του Νιάρχου (= εργάσθηκα (ναυτολογήθηκα) σε δύο πλοία ή δύο φορές ...}
  3. (συνεκδοχικά) ο χρόνος ναυτικής υπηρεσίας ανά πλοίο ενός ναυτικού
  4. η φόρτωση εμπορεύματος σε πλοίου
    η αποστολή της παραγγελίας ολοκληρώθηκε με τρία μπάρκα (= με τρία πλοία, ή τρεις μεταφορές από ίδιο πλοίο)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία