μπάρκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπάρκο | τα | μπάρκα |
γενική | του | μπάρκου | των | μπάρκων |
αιτιατική | το | μπάρκο | τα | μπάρκα |
κλητική | μπάρκο | μπάρκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάρκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική barco < barca < υστερολατινική barca. → δείτε τη λέξη βάρκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπάρκο ουδέτερο
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) τύπος παλαιού εμπορικού τρικάταρτου ιστιοφόρου που έφερε σταυρωτά ιστία, τύπου μυοδρόμωνα, δες και μπάρκα
- η ναυτολόγηση, το μπαρκάρισμα
- έκανα δύο μπάρκα με την εταιρεία του Νιάρχου (= εργάσθηκα (ναυτολογήθηκα) σε δύο πλοία ή δύο φορές ...}
- (συνεκδοχικά) ο χρόνος ναυτικής υπηρεσίας ανά πλοίο ενός ναυτικού
- η φόρτωση εμπορεύματος σε πλοίου
- η αποστολή της παραγγελίας ολοκληρώθηκε με τρία μπάρκα (= με τρία πλοία, ή τρεις μεταφορές από ίδιο πλοίο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπάρκο
|