ναυτολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ναυτολόγηση | οι | ναυτολογήσεις |
γενική | της | ναυτολόγησης* | των | ναυτολογήσεων |
αιτιατική | τη | ναυτολόγηση | τις | ναυτολογήσεις |
κλητική | ναυτολόγηση | ναυτολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυτολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναυτολόγηση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ναυτολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτολόγηση
|