μπάρκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπάρκα | οι | μπάρκες |
γενική | της | μπάρκας | των | μπαρκών |
αιτιατική | την | μπάρκα | τις | μπάρκες |
κλητική | μπάρκα | μπάρκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπάρκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπάρκα θηλυκό
- (παρωχημένο, ναυτικός όρος) κωπήλατο πλοίο με ιστία
- ※ Μπάρκα, Γαμπάρρα, Μπαρκομπέστια, Πολάκρα, Βασικές εκδοχές νάβας στις θάλασσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Χρύσανθος Νοταράς, Ταξιδεύοντας στον 17ο και τον 18ο αιώνα, Τα θαλάσσια μέσα, ime.gr, [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπάρκα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπάρκα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μπάρκο