↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαρκομπέστια οι μπαρκομπέστιες
      γενική της μπαρκομπέστιας των μπαρκομπεστιών
    αιτιατική την μπαρκομπέστια τις μπαρκομπέστιες
     κλητική μπαρκομπέστια μπαρκομπέστιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαρκομπέστια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαρκομπέστια θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, ιστορία) παλαιότερος τύπος ευέλικτου τρικάταρτου ιστιοφόρου, της κατηγορίας του δρόμωνα
  2. κωπήλατο πλοίο με ιστία
    ※  Μπάρκα, Γαμπάρρα, Μπαρκομπέστια, Πολάκρα, Βασικές εκδοχές νάβας στις θάλασσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Χρύσανθος Νοταράς, Ταξιδεύοντας στον 17ο και τον 18ο αιώνα, Τα θαλάσσια μέσα, ime.gr, [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία