ασυσχέτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασυσχέτιστος
- που δε έχει συσχετιστεί με άλλον ή δεν επιδέχεται συσχέτιση
- ο φόνος παρέμεινε για πολύ καιρό ασυσχέτιστος με το πρόσωπο το οποίο τον διέπραξε
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυσχέτιστος