ξεγυμνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.ʝimˈno.no/
Ρήμα
επεξεργασίαξεγυμνώνω
- γδύνω κάποιον εντελώς
- (μεταφορικά) ληστεύω
- (μεταφορικά) αποκαλύπτω ελαττώματα ή μεμπτές πράξεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεγυμνώνω | ξεγύμνωνα | θα ξεγυμνώνω | να ξεγυμνώνω | ξεγυμνώνοντας | |
β' ενικ. | ξεγυμνώνεις | ξεγύμνωνες | θα ξεγυμνώνεις | να ξεγυμνώνεις | ξεγύμνωνε | |
γ' ενικ. | ξεγυμνώνει | ξεγύμνωνε | θα ξεγυμνώνει | να ξεγυμνώνει | ||
α' πληθ. | ξεγυμνώνουμε | ξεγυμνώναμε | θα ξεγυμνώνουμε | να ξεγυμνώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεγυμνώνετε | ξεγυμνώνατε | θα ξεγυμνώνετε | να ξεγυμνώνετε | ξεγυμνώνετε | |
γ' πληθ. | ξεγυμνώνουν(ε) | ξεγύμνωναν ξεγυμνώναν(ε) |
θα ξεγυμνώνουν(ε) | να ξεγυμνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεγύμνωσα | θα ξεγυμνώσω | να ξεγυμνώσω | ξεγυμνώσει | ||
β' ενικ. | ξεγύμνωσες | θα ξεγυμνώσεις | να ξεγυμνώσεις | ξεγύμνωσε | ||
γ' ενικ. | ξεγύμνωσε | θα ξεγυμνώσει | να ξεγυμνώσει | |||
α' πληθ. | ξεγυμνώσαμε | θα ξεγυμνώσουμε | να ξεγυμνώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεγυμνώσατε | θα ξεγυμνώσετε | να ξεγυμνώσετε | ξεγυμνώστε | ||
γ' πληθ. | ξεγύμνωσαν ξεγυμνώσαν(ε) |
θα ξεγυμνώσουν(ε) | να ξεγυμνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεγυμνώσει | είχα ξεγυμνώσει | θα έχω ξεγυμνώσει | να έχω ξεγυμνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεγυμνώσει | είχες ξεγυμνώσει | θα έχεις ξεγυμνώσει | να έχεις ξεγυμνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεγυμνώσει | είχε ξεγυμνώσει | θα έχει ξεγυμνώσει | να έχει ξεγυμνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεγυμνώσει | είχαμε ξεγυμνώσει | θα έχουμε ξεγυμνώσει | να έχουμε ξεγυμνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεγυμνώσει | είχατε ξεγυμνώσει | θα έχετε ξεγυμνώσει | να έχετε ξεγυμνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεγυμνώσει | είχαν ξεγυμνώσει | θα έχουν ξεγυμνώσει | να έχουν ξεγυμνώσει |
|