ξεβρακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεβρακώνω
- βγάζω από κάποιον το βρακί
- (μεταφορικά) αποκαλύπτω την ευτέλεια κάποιου ή των επιχειρημάτων του
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεβρακώνω | ξεβράκωνα | θα ξεβρακώνω | να ξεβρακώνω | ξεβρακώνοντας | |
β' ενικ. | ξεβρακώνεις | ξεβράκωνες | θα ξεβρακώνεις | να ξεβρακώνεις | ξεβράκωνε | |
γ' ενικ. | ξεβρακώνει | ξεβράκωνε | θα ξεβρακώνει | να ξεβρακώνει | ||
α' πληθ. | ξεβρακώνουμε | ξεβρακώναμε | θα ξεβρακώνουμε | να ξεβρακώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεβρακώνετε | ξεβρακώνατε | θα ξεβρακώνετε | να ξεβρακώνετε | ξεβρακώνετε | |
γ' πληθ. | ξεβρακώνουν(ε) | ξεβράκωναν ξεβρακώναν(ε) |
θα ξεβρακώνουν(ε) | να ξεβρακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεβράκωσα | θα ξεβρακώσω | να ξεβρακώσω | ξεβρακώσει | ||
β' ενικ. | ξεβράκωσες | θα ξεβρακώσεις | να ξεβρακώσεις | ξεβράκωσε | ||
γ' ενικ. | ξεβράκωσε | θα ξεβρακώσει | να ξεβρακώσει | |||
α' πληθ. | ξεβρακώσαμε | θα ξεβρακώσουμε | να ξεβρακώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεβρακώσατε | θα ξεβρακώσετε | να ξεβρακώσετε | ξεβρακώστε | ||
γ' πληθ. | ξεβράκωσαν ξεβρακώσαν(ε) |
θα ξεβρακώσουν(ε) | να ξεβρακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεβρακώσει | είχα ξεβρακώσει | θα έχω ξεβρακώσει | να έχω ξεβρακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεβρακώσει | είχες ξεβρακώσει | θα έχεις ξεβρακώσει | να έχεις ξεβρακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεβρακώσει | είχε ξεβρακώσει | θα έχει ξεβρακώσει | να έχει ξεβρακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεβρακώσει | είχαμε ξεβρακώσει | θα έχουμε ξεβρακώσει | να έχουμε ξεβρακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεβρακώσει | είχατε ξεβρακώσει | θα έχετε ξεβρακώσει | να έχετε ξεβρακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεβρακώσει | είχαν ξεβρακώσει | θα έχουν ξεβρακώσει | να έχουν ξεβρακώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεβρακώνω
|