Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεβρακώνω < ξε- + βρακώνω

ξεβρακώνω

  1. βγάζω από κάποιον το βρακί
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω την ευτέλεια κάποιου ή των επιχειρημάτων του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία