Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβρακώνω < ξε- + βρακώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεβρακώνω

  1. βγάζω από κάποιον το βρακί
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω την ευτέλεια κάποιου ή των επιχειρημάτων του

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία