Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεγύμνωμα τα ξεγυμνώματα
      γενική του ξεγυμνώματος των ξεγυμνωμάτων
    αιτιατική το ξεγύμνωμα τα ξεγυμνώματα
     κλητική ξεγύμνωμα ξεγυμνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγύμνωμα < ξεγυμνώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεγύμνωμα ουδέτερο

  1. η αποβολή των ρούχων
    Είναι ωραία η πλάζ των γυμνιστών αλλά στη γυναίκα μου δεν αρέσει το ξεγύμνωμα
  2. (μεταφορικά) η αποβολή όλων όσων συγκαλύπτουν την αλήθεια, η αποκάλυψή της και η έκθεση των τυχόν ενόχων ή υπαιτίων μιας κατάστασης

  Μεταφράσεις επεξεργασία