Δείτε επίσης: γυμναστής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυμνιστής οι γυμνιστές
      γενική του γυμνιστή των γυμνιστών
    αιτιατική τον γυμνιστή τους γυμνιστές
     κλητική γυμνιστή γυμνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nudiste, γυμν(ός) + -ιστής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.mniˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνι‐στής
παρώνυμο: γυμναστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνιστής αρσενικό (θηλυκό γυμνίστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γυμνός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία