απογυμνώνομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
απογυμνώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απογυμνώνω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απογυμνώνομαι | απογυμνωνόμουν(α) | θα απογυμνώνομαι | να απογυμνώνομαι | ||
β' ενικ. | απογυμνώνεσαι | απογυμνωνόσουν(α) | θα απογυμνώνεσαι | να απογυμνώνεσαι | (απογυμνώνου) | |
γ' ενικ. | απογυμνώνεται | απογυμνωνόταν(ε) | θα απογυμνώνεται | να απογυμνώνεται | ||
α' πληθ. | απογυμνωνόμαστε | απογυμνωνόμαστε απογυμνωνόμασταν |
θα απογυμνωνόμαστε | να απογυμνωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απογυμνώνεστε | απογυμνωνόσαστε απογυμνωνόσασταν |
θα απογυμνώνεστε | να απογυμνώνεστε | (απογυμνώνεστε) | |
γ' πληθ. | απογυμνώνονται | απογυμνώνονταν απογυμνωνόντουσαν |
θα απογυμνώνονται | να απογυμνώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απογυμνώθηκα | θα απογυμνωθώ | να απογυμνωθώ | απογυμνωθεί | ||
β' ενικ. | απογυμνώθηκες | θα απογυμνωθείς | να απογυμνωθείς | απογυμνώσου | ||
γ' ενικ. | απογυμνώθηκε | θα απογυμνωθεί | να απογυμνωθεί | |||
α' πληθ. | απογυμνωθήκαμε | θα απογυμνωθούμε | να απογυμνωθούμε | |||
β' πληθ. | απογυμνωθήκατε | θα απογυμνωθείτε | να απογυμνωθείτε | απογυμνωθείτε | ||
γ' πληθ. | απογυμνώθηκαν απογυμνωθήκαν(ε) |
θα απογυμνωθούν(ε) | να απογυμνωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απογυμνωθεί | είχα απογυμνωθεί | θα έχω απογυμνωθεί | να έχω απογυμνωθεί | απογυμνωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απογυμνωθεί | είχες απογυμνωθεί | θα έχεις απογυμνωθεί | να έχεις απογυμνωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απογυμνωθεί | είχε απογυμνωθεί | θα έχει απογυμνωθεί | να έχει απογυμνωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απογυμνωθεί | είχαμε απογυμνωθεί | θα έχουμε απογυμνωθεί | να έχουμε απογυμνωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απογυμνωθεί | είχατε απογυμνωθεί | θα έχετε απογυμνωθεί | να έχετε απογυμνωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απογυμνωθεί | είχαν απογυμνωθεί | θα έχουν απογυμνωθεί | να έχουν απογυμνωθεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απογυμνώνομαι
|