απογυμνωμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απογυμνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απογυμνώνω
ΜετοχήΕπεξεργασία
απογυμνωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απογυμνώνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απογυμνωμένος
|
απογυμνωμένος, -η, -ο
|