Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σεξιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σεξιστικ
ός
η
σεξιστικ
ή
το
σεξιστικ
ό
γενική
του
σεξιστικ
ού
της
σεξιστικ
ής
του
σεξιστικ
ού
αιτιατική
τον
σεξιστικ
ό
τη
σεξιστικ
ή
το
σεξιστικ
ό
κλητική
σεξιστικ
έ
σεξιστικ
ή
σεξιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σεξιστικ
οί
οι
σεξιστικ
ές
τα
σεξιστικ
ά
γενική
των
σεξιστικ
ών
των
σεξιστικ
ών
των
σεξιστικ
ών
αιτιατική
τους
σεξιστικ
ούς
τις
σεξιστικ
ές
τα
σεξιστικ
ά
κλητική
σεξιστικ
οί
σεξιστικ
ές
σεξιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σεξιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σεξιστικός, -ή, ό
χαρακτηριστικός
του
σεξισμού
Συγγενικά
επεξεργασία
σεξισμός
σεξιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σεξιστικός
γαλλικά
:
sexiste
(fr)