Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεξιστικός η σεξιστική το σεξιστικό
      γενική του σεξιστικού της σεξιστικής του σεξιστικού
    αιτιατική τον σεξιστικό τη σεξιστική το σεξιστικό
     κλητική σεξιστικέ σεξιστική σεξιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεξιστικοί οι σεξιστικές τα σεξιστικά
      γενική των σεξιστικών των σεξιστικών των σεξιστικών
    αιτιατική τους σεξιστικούς τις σεξιστικές τα σεξιστικά
     κλητική σεξιστικοί σεξιστικές σεξιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεξιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σεξιστικός, -ή, ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία