Ετυμολογία

επεξεργασία
sexiste < sexe, κατά το raciste

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sexiste sexistes

sexiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sexiste sexistes

sexiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sexe