Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέξι < (λόγιο δάνειο) αγγλική sexy [1]

  Επίθετο επεξεργασία

σέξι άκλιτο

  1. σεξουαλικός, ελκυστικός σεξουαλικά
    'σέξι φόρεμα, σέξι εσώρουχα
  2. που έχει σεξαπίλ (sex appeal)
    μια κοπέλα / ένα αγόρι πολύ σέξι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία