σαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική Saxe[1] (Σαξονία) < παλαιά γαλλική Saxon < λατινική Saxo < δυτική πρωτογερμανική *sahsō (σαξ) < *sahs (στιλέτο, μαχαίρι) < πρωτογερμανική *sahsą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sek- (κόβω)
Επίθετο
επεξεργασίασαξ άκλιτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαξ άκλιτο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σαξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας