Δείτε επίσης: σάξονας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σάξονας οι Σάξονες
      γενική του Σάξονα των Σαξόνων
    αιτιατική τον Σάξονα τους Σάξονες
     κλητική Σάξονα Σάξονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σάξονας < (άμεσο δάνειο) αγγλική Saxon < μέση αγγλική Saxe / Sax < αγγλοσαξονική *Seaxa < παλαιά γαλλική Saxon < λατινική Saxo < δυτική πρωτογερμανική *sahsō (Σάξονας) < *sahs (στιλέτο, μαχαίρι) < πρωτογερμανική *sahsą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sek- (κόβω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsa.kso.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σά‐ξο‐νας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σάξονας αρσενικό ή θηλυκό (σπάνια θηλυκό Σαξόνισσα)

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία) οι Σάξονες: γερμανικό φύλο που κατοικούσε στα δυτικά παράλια της σημερινής Γερμανίας και εισέβαλε στην Αγγλία κατά τον 5ο αιώνα
  2. (πατριδωνυμικό) κάτοικος της Σαξονίας, ένα ομόσπονδο κρατίδιο της σημερινής Γερμανίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία