Σάξονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σάξονας | οι | Σάξονες |
γενική | του | Σάξονα | των | Σαξόνων |
αιτιατική | τον | Σάξονα | τους | Σάξονες |
κλητική | Σάξονα | Σάξονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σάξονας < (άμεσο δάνειο) αγγλική Saxon < μέση αγγλική Saxe / Sax < αγγλοσαξονική *Seaxa < παλαιά γαλλική Saxon < λατινική Saxo < δυτική πρωτογερμανική *sahsō (Σάξονας) < *sahs (στιλέτο, μαχαίρι) < πρωτογερμανική *sahsą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sek- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsa.kso.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σά‐ξο‐νας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάξονας αρσενικό ή θηλυκό (σπάνια θηλυκό Σαξόνισσα)
- (εθνικό όνομα, ιστορία) οι Σάξονες: γερμανικό φύλο που κατοικούσε στα δυτικά παράλια της σημερινής Γερμανίας και εισέβαλε στην Αγγλία κατά τον 5ο αιώνα
- (πατριδωνυμικό) κάτοικος της Σαξονίας, ένα ομόσπονδο κρατίδιο της σημερινής Γερμανίας
Συγγενικά
επεξεργασία- Αγγλοσάξονας
- αγγλοσαξονικά
- αγγλοσαξονικός
- Σαξονία
- σαξονικά
- σαξονικός
- → δείτε τις λέξεις σαξόφωνο, σαξόκερας και σαξ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σάξονες στη Βικιπαίδεια