στιλέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιλέτο | τα | στιλέτα |
γενική | του | στιλέτου | των | στιλέτων |
αιτιατική | το | στιλέτο | τα | στιλέτα |
κλητική | στιλέτο | στιλέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιλέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική stiletto[1] < stilo + -etto < λατινική stilus[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyg-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈle.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐λέ‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιλέτο ουδέτερο
- μαχαιράκι, εγχειρίδιο, με το οποίο πραγματοποιούνται επιθέσεις δολοφονίας
- (μεταφορικά) ύπουλη επίθεση
- (μεταφορικά, υπόδηση, για τακούνι) πολύ ψηλό και αιχμηρό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στιλέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.