dagger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dagger | daggers |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
dagger (en)
- (οπλισμός) το εγχειρίδιο, το στιλέτο
Εκφράσεις
επεξεργασία- look daggers at sb: κεραυνοβολώ κπ με το βλέμμα
ενικός | πληθυντικός |
dagger | daggers |
dagger (en)