Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγχειρίδιο τα εγχειρίδια
      γενική του εγχειριδίου
εγχειρίδιου
των εγχειριδίων
    αιτιατική το εγχειρίδιο τα εγχειρίδια
     κλητική εγχειρίδιο εγχειρίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα εγχειρίδιο (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγχειρίδιο < αρχαία ελληνική ἐγχειρίδιον < ἐν + χείρ + -ίδιον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.çiˈɾi.ði.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγχειρίδιο ουδέτερο

  1. (οπλισμός) δίκοπο μαχαίρι που χρησιμοποιείται ως όπλο, στιλέτο
  2. βιβλίο συνήθως μικρού μεγέθους που εκθέτει με οργανωμένο τρόπο τις βασικές αρχές ενός γνωστικού αντικειμένου
    διδακτικά εγχειρίδια

  Μεταφράσεις επεξεργασία