εγχειρίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγχειρίδιο < αρχαία ελληνική ἐγχειρίδιον < ἐν + χείρ + -ίδιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋ.çiˈɾi.ði.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγχειρίδιο ουδέτερο
- (οπλισμός) δίκοπο μαχαίρι που χρησιμοποιείται ως όπλο, στιλέτο
- βιβλίο συνήθως μικρού μεγέθους που εκθέτει με οργανωμένο τρόπο τις βασικές αρχές ενός γνωστικού αντικειμένου
- διδακτικά εγχειρίδια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαχαίρι