Ετυμολογία 1

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
manual manuals

manual (en)

  • εγχειρίδιο οδηγιών, εγχειρίδιο χρήσης
    ⮡  consult the manual - συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός manual
συγκριτικός more manual
υπερθετικός most manual

manual (en)

  1. χειροκίνητος
  2. χειρωνακτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
manual manuals

manual (en)

  1. το χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο manual transmission
  2. (κατ’ επέκταση) το αυτοκίνητο με ταχύτητα
    ⮡  I can drive a manual (car).
    Μπορώ να οδηγήσω αυτοκίνητο με ταχύτητα.
     συνώνυμα: stick shift
     αντώνυμα: automatic



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
manual manuais

manual (pt) αρσενικό