Δείτε επίσης: Manuel

  Ετυμολογία

επεξεργασία
manuel < λατινική manualis < manus, χέρι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.nɥɛl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό manuel manuels
θηλυκό manuelle manuelles

manuel (fr)

  1. χειροποίητος
  2. χειροκίνητος
  3. χειρωνακτικός

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
manuel < δημώδης λατινική manuale < manualis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
manuel manuels

manuel (fr) αρσενικό

  1. το διδακτικό βιβλίο, το εγχειρίδιο
  2. το βιβλίο οδηγιών μιας συσκευής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία