Δείτε επίσης: Manuel

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
manuel manuels

manuel (fr) αρσενικό

  1. το διδακτικό βιβλίο, το εγχειρίδιο
  2. το βιβλίο οδηγιών μιας συσκευής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία