manuel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | manuel | manuels |
θηλυκό | manuelle | manuelles |
manuel (fr)
Αντώνυμα επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- manuel < δημώδης λατινική manuale < manualis
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
manuel | manuels |
manuel (fr) αρσενικό
- το διδακτικό βιβλίο, το εγχειρίδιο
- το βιβλίο οδηγιών μιας συσκευής