στιλετιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στιλετιά | οι | στιλετιές |
γενική | της | στιλετιάς | των | στιλετιών |
αιτιατική | τη | στιλετιά | τις | στιλετιές |
κλητική | στιλετιά | στιλετιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστιλετιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιλετιά
|